- ὑδατοφόρητος
- ὑδατο-φόρητος, vom Wasser getragen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδατοφόρητος — ον, Μ αυτός που παρασύρεται και μεταφέρεται από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + φορητός (< φορῶ), πρβλ. μοιρο φόρητος, ποταμο φόρητος] … Dictionary of Greek